φορί-φορί

φορί-φορί
см. φιρί-φιρί

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φορί-φορί" в других словарях:

  • φορί — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸν ὑπὲρ τοῡ ἀγροῡ σῑτον» …   Dictionary of Greek

  • φορίνη — φορί̱νη , φορίνη skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορίνην — φορί̱νην , φορίνη skin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορίνης — φορί̱νης , φορίνη skin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσωφόρι — και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν) εσώρουχο που φορούν οι γυναίκες μέσα από το κανονικό φόρεμα, το μεσοφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + φόρι( ον) < φορώ πρβλ. πανω φόρι( ον)] …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • μεσοφόρι — και μισοφόρι, το ελαφρύ γυναικείο εσώρουχο που φοριέται κάτω από το φόρεμα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεσο φόρι(ο)ν, υποκορ. τού ουδ. μεσό φορον (ενν. ένδυμα) ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσόφορος (για τη σχέση μεταξύ μεσοφόρι και… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • φταφόρι — το, Ν φτακοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά * με επιτ. σημ. + φόρι (< φέρω, πρβλ. εύ φορος), με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε (πρβλ. και λ. φτάκοιλο)] …   Dictionary of Greek

  • Euphorie — Eu|phori̲e̲ [aus gr. εὐϕορια = leichtes Tragen, Geduld] w; , ...i̱en: subjektiv heitere Gemütsverfassung Schwerkranker (symptomatisch für bestimmte Krankheiten wie ↑multiple Sklerose, Alkoholismus u.Euphoriea.) …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • bhreĝ-2 —     bhreĝ 2     English meaning: to stick (?)     Deutsche Übersetzung: ‘steif emporstehen”     Note: extension from bher “ stand up, edge, bristle” etc, seeks Persson Beitr. 22 f. A. 2 in:     Material: O.Ind. bhraj ‘stiffness (of the member),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»